οσμηρός

οσμηρός
-ή, -ό
αυτός που έχει έντονη μυρωδιά: Οσμηρή ουσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀσμηρός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσμηρός — ή, ό (Α ὀσμηρός, ά, όν) αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων τής οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών τού σολομού και τής πέστροφας αρχ. το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.… …   Dictionary of Greek

  • ὀσμηρόν — ὀσμηρός masc acc sg ὀσμηρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • οσμήρης — ὀσμήρης, ῆρες (Α) αυτός που αναδίδει οσμή, οσμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. ήρης (πρβλ. κλιν ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • οσμηρότητα — η [οσμηρός] η ιδιότητα τού οσμηρού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”